- τιμητικός
- -ή, -ό / τιμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τιμητής]1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.)2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός τίτλος» β. «τιμητική προσαγόρευση» γ. «τιμητικοὺς θριάμβους», Ευστ.δ. «τιμητικὸν [ενν. ἀγῶνα] Ἀφροδίτης», επιγρ.)3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμητή, στον κήνσορα («τότε τὴν τιμητικὴν ἀρχὴν μετῄεσαν» — την τιμητεία, Πλούτ.)νεοελλ.(για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εκδήλωση τιμής, ως έκφραση σεβασμού προς ένα εξέχον πρόσωπο («τιμητική σύνταξη»)αρχ.φρ. «τιμητικὸς ἀνήρ»(στην αρχ. Ρώμη) αυτός που χρημάτισε τιμητής (Πλούτ.).επίρρ...τιμητικώς / τιμητικῶς ΝΜΑ, και τιμητικά Νμε εκδηλώσεις τιμής, σεβασμούνεοελλ.σε ένδειξη τιμής, ως έκφραση τιμής («τού χορηγήθηκε η σύνταξη τιμητικώς»).
Dictionary of Greek. 2013.